find us on facebook

ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΓΝΩΣΤΙΚΟ

ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΓΝΩΣΤΙΚΟ Jacques Lacarriere

Ήθελα να σου γράψω από πολύ καιρό. Γνωρίζεις όσο και εγώ ότι έμαθα για την ύπαρξη σου, καθώς και για την διδασκαλία σου, μόλις χθες, όταν ανακάλυψα τα ‘Αποσπάσματα μιας άγνωστης διδασκαλίας’’. Δεν έχει σημασία το πότε, από εκείνη την ημέρα κάτι άλλαξε στην ζωή μου. Απομένει να μάθω τι ή ποιος άλλαξε μέσα μου. Έχοντας εδώ  και πολύ καιρό αποκτήσει την συνήθεια να περπατώ-και κυρίως να περπατώ μονάχος έχω παρατηρήσει ότι σε κάθε διαδρομή υπάρχει πάντοτε μία στιγμή που πρέπει να σταματήσεις. Όχι για πρακτικούς ή υλικούς λόγους, αλλά για λόγους βαθύτερους. Για να εκτιμήσεις που βρίσκεσαι πραγματικά και από ποια διαδρομή ήρθες. Πρέπει λοιπόν να διαλέξεις κάποιο ύψωμα, που θα σου επιτρέπει να δεις τόσο τον δρόμο που διέτρεξες όσο και αυτόν που σου απομένει ακόμα. Από αυτήν την κορυφή ακριβώς σου γράφω, Κορυφαίε. Απόθεσα τον σάκο μου στην γη, έβγαλα τα περιττά ρούχα, απόδιωξα τις προκατασκευασμένες ιδέες και τις πομπώδεις εικόνες. Με δύο λόγια, απογυμνώθηκα όσο μου ήταν δυνατόν, διότι, αντίθετα με ότι συμβαίνει στις κοσμικές δεξιώσεις, όπου πρέπει κανείς να πηγαίνει καλοντυμένος, γνωρίζω ότι μπροστά σε σένα πρέπει να παρουσιαστώ γυμνός. Μία διευκρίνιση : είμαι συγγραφέας και, χωρίς αμφιβολία, γι’ αυτό διάλεξα να σου γράψω. Όχι συγγραφέας περιορισμένου χρόνου ή του χαμένου χρόνου-όχι, είμαι συγγραφέας πλήρους απασχόλησης, όπως μπορεί να είναι κανείς ψάλτης στην εκκλησία, σε ταύτιση φωνών και δρόμων. Για μένα το γράψιμο δεν είναι επάγγελμα ούτε καν κλήση , και ακόμα λιγότερο μοίρα, αλλά ακριβώς μία επιλογή. Για να εκφράσω τον πόθο του είναι, επιλέγω το σπόρο των ιδεών, την ουσία των εικόνων και τον αισθησιασμό των λέξεων. Δεν αγαπάς διόλου τους συγγραφείς, το ξέρω. Έγραψες μάλιστα στις ‘’Ιστορίες του Βεελζεβούλ στον εγγονό του’’. ότι αυτό το επάγγελμα προσφέρει σε όσους το εξασκούν ‘’ άφθονες ευκαιρίες να υποβάλλουν άμεση υποψηφιότητα για την Κόλαση, εάν βέβαια τέτοιοι άνθρωποι μπορέσουν να τελειοποιήσουν το είναι τους μέχρις αυτού του σημείου’’. Σύμφωνοι. Συμβαίνει όμως να γράφω ακριβώς για να αποφύγω την Κόλαση, είτε εδώ  κάτω είτε κάπου αλλού. Αλλά γι’ αυτό θα ξαναμιλήσουμε. Αν συνάντησα στο δρόμο μου, εδώ και σαράντα χρόνια, τα «Αποσπάσματα μιας άγνωστης διδασκαλίας», και αν αυτό το βιβλίο με σημάδεψε τόσο πολύ, οφείλεται στο ότι αναζητούσα κάτι. Ή ίσως κάποιον. Ήμουν ακριβώς είκοσι πέντε ετών και ξεκαθάριζα τα βιώματα μου από ένα μοναστήρι Δομινικανών. Ζούσα τότε στο Παρίσι, όπου είχα αποκτήσει πρόσφατα αρκετά πτυχία, δικαίου, φιλολογίας, ανατολικών γλωσσών, χωρίς άλλο λόγο παρά μόνο για να δοκιμάσω την ικανότητα μου να αποκτώ διπλώματα, τα οποία ήδη γνώριζα πως δεν θα μου χρησίμευαν σε τίποτε. Στην πραγματικότητα, περνούσα τις πιο φωτεινές μου στιγμές συμμετέχοντας στην ομάδα σουρεαλιστών και συνεχίζοντας στο Παλαιό θέατρο της Σορβόννης, ενώ παράλληλα επιδιδόμουν στην αυτόματη γραφή, καθώς και στην μελέτη, και πρακτική, της αισχύλειας σοφίας. Αφιέρωνα ακόμη ένα σημαντικό μέρος του χρόνου μου για να κερδίζω τα προς το ζην, μια και δεν διέθετα οικογενειακούς πόρους, στρατευόμουν σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, διάβαζα χωρίς καμία ιεράρχηση όλους τους μυστικούς και κυρίως έκανα έρωτα με ένταση, αλλά αναρχικά. Κατά βάθος, είχε έλθει η ώρα να σε συναντήσω. Να σε συναντήσω ή μάλλον να συναντήσω τη σκιά σου και το μήνυμα σου. Μου επιβεβαίωσαν μονομιάς αυτό που ήδη προαισθανόμουν, δηλαδή πως δεν υπήρχα στ’ αλήθεια. Αυτό το σύμφυρμα γονιδίων, συγκινήσεων, ιδεών και επιθυμιών που ονομάζεται Ζακ Λακαριέρ είχε επιφανειακά μία όψη συνοχής και συνέχειας, αλλά δεν ήταν παρά μια απάτη. Μετά την ανάγνωση των Αποσπασμάτων, ένιωσα έντονα πως δεν ήμουν ένα ολοκληρωμένο όν, αλλά μια σπηλιά όπου αντηχούσε ο αντίλαλος των νερών ή άλλων ήχων, αντί να αντηχεί από τις πηγές και τους ήχους, που όφειλα να παράγω και να εκπέμπω εγώ ο ίδιος. Ωστόσο, αντίθετα με ότι μπορούσε κανείς να σκεφτεί, η ανακάλυψη δεν ήταν για μένα κεραυνός εν αιθρία. Αντί  να με αποθαρρύνει, με παρότρυνε να ανασκουμπωθώ και να στρωθώ στη ‘’δουλειά’’. ‘Όχι στην εργασία σε ομάδες στις οποίες ποτέ δεν συμμετείχα, αλλά μία εσωτερική εργασία, μία κριτική εργασία πάνω στον εαυτό μου, η οποία τον πρώτο καιρό συνίστατο στην προσπάθεια μου να διχαστώ. Για ποιο λόγο; Ακριβώς για να διώξω αυτό το κενό και άχρηστο τμήμα του εαυτού μου, αυτό το δίδυμο και μάταιο φάντασμα που κατοικούσε μέσα μου από την στιγμή που γεννήθηκα. Τα τζιτζίκια πλεονεκτούν απέναντι στα πρωτεύοντα και στους ανθρώπους. Όταν αλλάζουν το περίβλημα τους, η προηγούμενη ύπαρξη τους τα εγκαταλείπει με ολοφάνερο τρόπο με την μορφή ενός ‘κουρελιού’, ενός κελύφους, όπου δεν τραγουδά πια παρά μόνο ο άνεμος. Στην εντομολογία αυτές τις αλλαγές περιβλήματος  των εντόμων τις αποκαλούν με το όμορφο όνομα exuviae.Λοιπόν, τέτοια ήταν η ‘’εργασία μου’’, να αλλάξω δέρμα και να απαλλαγώ από τα άχρηστα περιβλήματα μου. Ζούσα λοιπόν με έναν διπλό εαυτό. Ένα κομμάτι του εαυτού μου ήταν δοσμένο σώματι και ψυχή στην υπερρεαλιστική περιπέτεια, ενώ το άλλο ερμήνευε σε θεατρικές παραστάσεις τους Έλληνες Τραγικούς, φθάνοντας ακόμη και μέχρι την Ελλάδα, στους Δελφούς και στην Επίδαυρο. Αυτή ήταν άλλωστε μία από τις πιο απρόσμενες και ανεπανάληπτες εμπειρίες της ζωής μου. Όταν έγινα για ένα μόνο βράδυ ηθοποιός στην Επίδαυρο, μπόρεσα να κάνω, για πρώτη φορά, να συμπέσουν εντελώς οι πράξεις και οι επιθυμίες μου. Η προσπάθεια μου να διχαστώ με οδήγησε ανεπαίσθητα, κάποιο βράδυ στην ενοποίηση. Το ίδιο συνέβηκε και με σένα αγαπητέ Γεώργιε Ιβάνοβιτς. Ένιωσα τότε έντονα την επίδραση της διδασκαλίας σου, αλλά όχι μέχρι του σημείου να απαρνηθώ τα πάντα και, προπάντων, όχι μέχρι του σημείου να αφήσω να χαθεί τελείως από τα μάτια μου αυτός ο πόλος έλξης που είναι για μένα η γραφή. Η αντιδιαστολή που έκανες ανάμεσα στην αντικειμενική και την υποκειμενική τέχνη, μου φαινόταν πολύ ακριβής και ουσιαστική, αλλά δεν έφτανε να με αποθαρρύνει από το να γράφω. Ο λόγος εξάλλου ήταν απλός. Αν κάποια μέρα, χάρις στις προσπάθειες μου να υπάρξω, έφθανα σε μια αντικειμενική τέχνη, αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο δουλεύοντας και τελειοποιώντας αδιάκοπα την τέχνη της γραφής και όχι εγκαταλείποντας την. Το γνωρίζεις καλύτερα από μένα. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή γι’ αυτό το ζήτημα. Το βλέπουμε καθαρά σε όλους όσοι, όπως ορισμένοι μυστικοί, έφτασαν ή πλησίασαν σε ένα ανώτερο επίπεδο. Οι περισσότεροι ανακαλύπτουν ότι είναι ανίκανοι να γράψουν γι’ αυτό ανίκανοι να μεταδώσουν την φύση του βιώματος τους, επειδή δεν διαθέτουν ανάλογα εκφραστικά μέσα. Το να επισωρεύουμε ολόκληρους όγκους ανιαρών τόμων για να πούμε πώς φτάσαμε στην αφύπνιση, ενώ θα έπρεπε να αρκεί μία και μόνο φράση ή λέξη, δεν αποτελεί άραγε ομολογία μιας αδυναμίας, μιας ανικανότητας να εκφραστούμε; Εδώ, φτάνουμε καθαρά σε κάτι που πάντα δίδασκες. Στο σημερινό στάδιο της εξέλιξης μας, είμαστε εξαιρετικά ανώριμοι ή υπερβολικά αδύναμοι να εκφράσουμε το ανεξήγητο. Μέσα στην ιστορία, είναι πολύ σπάνιοι εκείνοι που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν ολόκληρη την κλίμακα δυνατών εκφράσεων και καταστάσεων. Εάν γίνω ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού, δεν μπορώ να είμαι ταυτόχρονα Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Κι όμως, ένα τέτοιο πλάσμα θα λαχταρούσαμε να συναντήσουμε, μια τέτοια σύντηξη θα ονειρευόμαστε να πετύχουμε. Άλλωστε και εσύ ο ίδιος κάτι γνωρίζεις σχετικά. Παρά την δικαιολογημένη σου δυσπιστία απέναντι σε κάθε μορφή λογοτεχνικής δραστηριότητας, μήπως και εσύ δεν ζεύτηκες στην άσκηση της γραφής ,έστω κι αν οι «Ιστορίες του Βεελζεβούλ στον εγγονό του» ανήκουν περισσότερο στην σφαίρα της ανθρωποσοφίας παρά σε αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία; Τα προοίμια δεν ξεγελούν κανέναν. Φέρνουν στο νου μας τα ταξίμια, τα αυτοσχέδια προοίμια με τα οποία λύνουν τα δάκτυλα τους οι παίκτες του σαζ, του ταμπουρά ή του μπουζουκιού στην Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν στον έμπειρο ακροατή το ρυθμό και το είδος του κομματιού που θα ερμηνεύσουν. Τα ταξίμια λοιπόν και τα προοίμια των Ιστοριών υπάρχουν μόνο για να υποδηλώσουν το συνολικό τόνο και, το βλέπουμε καθαρά, πως δεν διστάζεις ήδη εξ αρχής να καταφύγεις στις τεχνικές του ανατολίτικου παραμυθιού, τεχνικές που έχουν δοκιμαστεί ολόκληρες χιλιετίες ή τουλάχιστον, αοπό την εποχή που εμφανίστηκε ο πλανήτης «Καρατάς» και το ηλιακό σύστημα «Παντετζνόχ» στο διάστημα «Ασσουπαρατσάτα». Να όμως που, αργά ή γρήγορα, κι όσο καλύτερα, αντιλαμβάνομαι ότι ο διπλασιασμός μου, ή ακόμη και ο τετραπλασιασμός μου, δεν αρκεί πια. Σε αυτό το παιχνίδι μοιάζει σάμπως να διασπάσαι σε άπειρα είδωλα ή ανθρωπάρια, όπως μέσα σε χίλιες όψεις ενός σπασμένου καθρέφτη. Στο κάτω-κάτω, μήπως αυτή δεν είναι τελικά η πραγματική μας εικόνα, εκατοντάδες, χιλιάδες διαφορετικά «εγώ», που συντάσσονται ή αντιτάσσονται εναλλάξ; Το μέγα λάθος, η υπέρτατη ψευδαίσθηση οφείλεται στους καθρέφτες, που μας επιστρέφουν, τους άτιμους, μία και μοναδική εικόνα του εαυτού μας, αφήνοντας μας έτσι να πιστεύουμε πως είμαστε μια συνεκτική εικόνα. Έτσι, σε ένα δεύτερο στάδιο, αρνούμενος να κομματιάζομαι σε αντιφατικές δραστηριότητες και εικόνες, προσπαθώ να μαζέψω τα κομμάτια μου, να «εργαστώ» κατευθυνόμενος προς το κέντρο και όχι προς την περιφέρεια. Αυτό το πραγματοποιώ βαθμιαία με το διαλογισμό, με το διάβασμα και κυρίως με τα ταξίδια και με τις συναντήσεις, με τις καθημερινές δοκιμασίες μίας ζωής που κυλά μέσα σε ένα φαινομενικό αυτοσχεδιασμό, αλλά της οποίας ο σκοπός και ο λόγος έχουν μείνει απαράλλαχτα: να είμαι περισσότερο και να βελτιώνομαι με την κυριαρχία πάνω στο τυχαίο και με το τέχνασμα της γραφής. Μερικοί ασκούν την προσευχή ή το διαλογισμό. Εγώ ασκώ την γραφή. Είναι σαν μία ασκητική, αλλά ακόμη, και σαν μία απόλαυση, σαν μία «εργασία» που συγχέεται απόλυτα μα την σχολή. Και στην διάρκεια όλων αυτών των χρόνων-και κυρίως τα χρόνια στην Ελλάδα- η εικόνα σου, η σκέψη σου, η διδασκαλία σου ήταν σαν το νόημα του κομπολογιού1 όπου ξεκουκίζονταν οι σταδιακές κατακτήσεις της ζωής μου. Μια  διδασκαλία που σε ξεσκουριάζει. Όταν ρίχτηκα στα δύο δοκίμια με τίτλο «Οι ένθεοι» και «Οι Γνωστικοί»-μετά την παραμονή μου στην έρημο Ουάντι Νατρούμ στην Αίγυπτο και στις σπηλιές του Άθω στην Ελλάδα, σε αναζήτηση των τελευταίων καλόγερων και των τελευταίων ερημιτών της ερήμου-ανέτρεχα πολύ συχνά στην καθαρτήρια και κατευθυντήρια σκέψη σου. Μου επέτρεψε να δω καθαρότερα και να κατανοήσω καλύτερα ορισμένες πλευρές, για παράδειγμα, του εσωτερικού χριστιανισμού. Εννοώ εκδοχές της άσκησης στοπ, που εφάρμοζαν από τον 4ο αιώνα στα μοναστήρια που θεμελίωσε ο Άγιος Παχώμιος στην κοιλάδα του Νείλου, καθώς επίσης και τις συγκεχυμένες πλευρές των γνωστικών θεωριών. Πιο πρόσφατα ακόμη, μπορώ να πω ότι πολλές σελίδες του μυθιστορήματος μου «Μαρία η Αιγυπτία»2 οφείλουν σε  σένα το θεμελιώδη πυρήνα του περιεχομένου τους. Ένα παράδειγμα: «Της Μαρίας της άρεσε να ακούει τους φίλους της τους γνωστικούς, όχι όμως χωρίς να εκπλήσσεται ή και μερικές φορές να μένει εμβρόντητη από τις τόσο παράδοξες ιδέες τους. Οι ιδέες αυτές εισχωρούσαν στο νου της αλλά το πιο σημαντικό δεν ήταν αυτό. Ήταν η γλυκύτητα και η ευγένεια αυτών των ανδρών και γυναικών, που την έκαναν να νιώθει ότι τους γνώριζε ήδη από καιρό. Καθόλου δεν έμοιαζαν με εκείνους τους φωνακλάδες και οργίλους κήρυκες της ερήμου, που εμφανίζονταν σε όλα τα σταυροδρόμια διαλαλώντας με κραυγές το τέλος του κόσμου. Για τους γνωστικούς ο κόσμος δεν ήταν δυνατόν να φτάσει στο τέλος του, αφού ο πραγματικός κόσμος δεν είχε ακόμα αρχίσει. ΄Για την φαινομενική ζωή υπάρχει ένας φαινομενικός θάνατος’, έλεγαν. Αυτό που πέθαινε –ή φαινόταν πως πέθαινε σε εκείνους τους καιρούς της στέρησης και του ψεύδους δεν ήταν ο ίδιος ο κόσμος, αλλά το αντικαθρέφτισμα του, η φαινομενικότητα και η ψευδαίσθηση, που είχε κάνει τους πάντες να πιστεύουν για τόσο πολύ καιρό στην αιωνιότητα της. Όταν η αυλαία των ουρανών θα έπεφτε πάνω από αυ΄την τη θεατρική (εννοούσαν ψεύτικη) επιθανάτια αγωνία, ίσως τότε τα μάτια των ανθρώπων άνοιγαν μπροστά στο προφανές, ίσως τότε καταλάβαιναν ότι ο κόσμος στον οποίο νόμιζαν ότι ζούσαν ήταν ανέκαθεν μία παρωδία, ένα ομοίωμα, μία πλάνη παρεμβαλλόμενη μεταξύ της κοιμισμένης μας συνείδησης και της υπέρτατης πραγματικότητας, που κρυβόταν καλά πίσω από τον ουρανό που βλέπουν τα δικά μας μάτια. Ίσως να καταλάβαιναν επιτέλους ότι, αντί να ζουν, παρίσταναν την ζωή τους στο θέατρο της γης έχοντας για συντροφιά τους μόνο κομπάρσους και ψευδαισθήσεις ανθρώπου.» Θα μπορούσα, αγαπητέ μου Γεώργιε Ιβάνοβιτς, να σου παραθέσω και ένα σωρό από άλλα αποσπάσματα που φέρουν την σφραγίδα της διδασκαλίας σου, αλλά υπάρχει κίνδυνος να σε κουράσω και κυρίως, να φανώ ανιαρός, και  γνωρίζεις την διδασκαλία σου καλύτερα από εμένα. Όμως λαχταρούσα να σου το πω. Χάρις σε σένα, οι σκέψεις ή οι ιδέες των γνωστικών δεν υπήρξαν ποτέ αντικείμενο μελέτης για μένα. Τις βίωσα. Επειδή ακριβώς διέκρινα σε σένα, ανάμεσα σε τόσα άλλα πρόσωπα, ένα σύγχρονο «γνωστικό», γι’ αυτό μπόρεσα να προσεγγίσω τούτα τα μηνύματα, που αναφάνηκαν πριν από αιώνες στη γη της Αιγύπτου, με καινούργιο βλέμμα και «συμπάσχουσα» ακοή, με την θεμελιώδη και πρωταρχική σημασία της λέξης. Χάρις σε σένα, κατόρθωσα ακόμη όχι να σκύψω πάνω από τις «θέσεις των γνωστικών», όπως θα έλεγε ένας πανεπιστημιακός, αλλά να τις παρατηρήσω και ταυτόχρ5ονανα βυθιστώ μάσα σε αυτές. Υπήρξαν για πολύ καιρό, χάρις στη δική σου διαμεσολάβηση, οι αδελφοί μου της σκοτεινιάς και της λήθης. Σε σένα οφείλω που αναστήθηκαν μέσα μου. Και τώρα, που τάχα να βρίσκομαι; Έχω άραγε κατακτήσει ή σφυρηλατήσει μέσα μου κάτι που να είναι διαρκές και σταθερό, έχω προσεγγίσει μία κάποια υποψία σταθερότητας; Έχει επιτέλους συγκροτηθεί ή τουλάχιστον έχει χάσει την ρευστότητα του αυτό το εφήμερο συνοθύλευμα, αυτό το ασταθές πλάσμα; Δεν είμαι και τόσο σίγουρος, για να πω την αλήθεια, αλλά εκείνο που άλλαξε από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια είναι πως, κατά βάθος, το ζήτημα αυτό δεν έπαψε να με απασχολεί. Όπως ένας προπονούμενος αθλητής του δρόμου μετ΄ εμποδίων που, δρασκελίζει τα εμπόδια, αντιλαμβάνεται κάποια μέρα πως είναι λιγότερο σημαντικό να πάρει το κύπελλο από το ίδιο το γεγονός ότι ξεσκούριασε τα πόδια του και αύξησε την ταχύτητα του, έτσι μου έγινε φανερό ότι η μάχη που δίνω για να δημιουργήσω μία ψυχή (μία σκόπιμα σύντομη διατύπωση της πνευματικής αναζήτησης) δεν έφτασε ακόμη για μένα και μέσα μου σε σίγουρη κατάληξη, ούτε σε εκτυφλωτικά αποτελέσματα, αλλά ότι οι προσπάθειες που κατέβαλλα προς αυτήν την κατεύθυνση δεν ήταν καθόλου περιττές για την καθημερινή μου ζωή.  Μέσα σε αυτήν την επιδίωξη, όχι τόσο της ευζωίας ή του να νιώθω καλύτερα, αλλά για ένα πλήρες και ανώτερο επίπεδο του είναι, συμφιλιώθηκα όλο και περισσότερο με τον εαυτό μου και, κάποιες φορές, και με τους άλλους, Ο δρόμος μου πήρε νόημα και  κατεύθυνση, ακόμη και αν ο ορίζοντας εξακολουθεί να φαίνεται αβέβαιος ή απρόσιτος. Απέκτησε νόημα και κατεύθυνση, σημαίνει ότι στο εξής έχει ενσωματωθεί με μένα. Ξέρω ότι δεν πρόκειται να σταματήσω στα μισά του δρόμου (εκτός κι αν όπως τώρα δα για να κάνω κάποιον απολογισμό και για αν σου γράψω δύο λόγια) και δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί να μην συνεχίσω μία ζωή και έναν δρόμο, που εσύ σε μεγάλο βαθμό χάραξες για μένα και που υπήρξε (και πάντα είναι) η μόνη σοβαρή εγγύηση μου ενάντια στο κενό και στο μηδέν. Έσπειρες μέσα  μου μία σπίθα, που συνεχίζω να την ενισχύω, φυσώντας με λιγότερη ή περισσότερη ενέργεια, αλλά που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει σβήσει. Εξακολουθεί να καίει, όπως τα καντήλια, που διακρίνουμε τόσες φορές να καίνε τις νύχτες στα μοναστήρια του Άθω, φωτίζοντας τις εικόνες της Παρθένου Μαρίας και του Χριστού, δεν σβήνουν ποτέ, καίνε αδιάκοπα με το πέρασμα των χρόνων, γιατί μαρτυρούν, όπως λένε εκεί, για την περασμένη και την μελλούμενη Ανάσταση.  Πολύ συχνά, ακούγοντας σε-θέλω να πω διαβάζοντας σε-μου έρχονταν στο νου αυτά τα καντήλια, γιατί χαράζουν και αυτά, με τον δικό τους τρόπο, μία πορεία φωτός. Να λοιπόν σε ποιο σημείο βρίσκομαι τούτη τη στιγμή στα μονοπάτια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, του κόσμου, ανάμεσα σε δύο ζωές, σε εκείνη των ταξιδιών και στην άλλη της μόνιμης διαμονής, και κάθε φορά που σε ακολουθώ, ανάμεσα σε δύο αλλαγές δερμάτων, ανάμεσα στα δύο πουκάμισα των διαδοχικών μου μεταμορφώσεων. Σου οφείλω τα πρώτα μου βήματα στο επάγγελμα του ανθρώπου. Παντού στο δρόμο μου, στην πορεία ενός κοντορεβιθούλη, στην Ελλάδα και στην Ανατολή, ξανασυναντούσα πάντοτε τα άσπρα βοτσαλάκια που είχες σκορπίσει για να με βοηθήσεις να μην ξεστρατίσω προς αδιέξοδους ορίζοντες και κυρίως, για να σωθώ από την αδηφαγία της λάμιας που ονομάζεται Παροδικότητα. Κι είναι ακόμη πιο επίφοβη, γιατί δεν μοιάζει με λάμια, και έχει άφθονες χάρες. Σχετικά με την παροδικότητα, μου αρέσει ιδιαίτερα το ανέκδοτο που αναφέρει ένας Έλληνας ιστορικός, σύντροφος του μεγάλου Αλεξάνδρου στην εκστρατεία του μέχρι τις όχθες του Ινδού. Ένας βραχμάνος αναλαμβάνει να εξηγήσει σε έναν Έλληνα στρατιώτη της στρατιάς του Αλεξάνδρου τι είναι παροδικότητα. Του λέει πως αυτός ο κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο από καθαρή ψευδαίσθηση, πως το «εγώ» και ο «εαυτός μου» δεν είναι τίποτα άλλο παρά φαινομενικότητες, πως η φύση του ανθρώπου είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη και ποτέ η ίδια. Μόλις τελείωσε, ο στρατιώτης ορμά κατά πάνω του και τον σωριάζει καταγής. Ο βραχμάνος σηκώνεται έξαλλος. Ο στρατιώτης όμως κόβει με μία κίνηση τις διαμαρτυρίες του : «Γιατί λοιπόν θυμώνεις και με ποιόν αλήθεια τα βάζεις;» του λέει. «Ο άνθρωπος που σε χτύπησε δεν είναι πια αυτός που του μιλάς!» Για να αντισταθούμε λοιπόν στα κύματα παροδικότητας που μας βυθίζουν διαρκώς, δεν έχω βρει, μαζί με τον διαλογισμό, παρά ένα αποτελεσματικό αντίδοτο, το γράψιμο. Είναι η μόνη σταθερή δραστηριότητα που έχω επιλέξει στη ζωή μου, και μέσα από αυτή, μέσα σε αυτή και μαζί με αυτή άρχισαν να σχηματίζονται λέξη προς λέξη, κόκκο με τον κόκκο, οι κρύσταλλοι του είναι. Οι κρύσταλλοι μου άρεσαν ανέκαθεν, όχι μόνο για την λάμψη και την διαφάνεια τους, αλλά και επειδή το τόσο αγνό φως τους οφείλεται ακριβώς στην τέλεια συνοχή της εσωτερικής τους δομής. Αποτελούν μία εικόνα αυτού που θα μπορούσαμε ή θα οφείλαμε να είμαστε. Όχι καλαμιές που λυγίζουν από εδώ και από εκεί, αλλά σκεπτόμενοι κρύσταλλοι. Καθώς συλλογίζομαι πάνω σε όλα αυτά΄, λέω στον εαυτό μου πως η γραφή υπήρξε η μοναδική μου (φαινομενική ) απιστία στη διδασκαλία σου. Αλλά παρηγορούμαι πολύ, όταν σκέφτομαι πως εσύ επίσης κατέληξες να γράψεις! Συχνά μου πέρασε η σκέψη ότι έγραφα για να  ξεφύγω από τη κόλαση, εδώ κάτω ή αλλού. Για μένα κόλαση σημαίνει να ζω χωρία φως ή όπως λέει ο Βίκτωρ Ουγκώ σε ένα στίχο του που μου είχε κάνει εντύπωση όταν ήμουν πολύ νέος: «στη ζοφερή κακοδαιμονία μιας ύπαρξης χωρίς σκέψη». Παράδοξη διατύπωση και ελάχιστα καρτεσιανή. Μπορούμε να υπάρχουμε χωρίς να σκεπτόμαστε; Να ζεις χωρίς ποίηση και χωρίς λογισμό, αυτή είναι η Κόλαση. Η ποίηση μας επιτρέπει λοιπόν να ξεφύγουμε. Είμαι βέβαιος πως αυτή η φράση δεν σε βρίσκει σύμφωνο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο οι δρόμοι μας αποκλίνουν. Γράφω και είμαι για μένα είναι συνώνυμα. Ξέρω ότι απομένουν πολλά για να γίνουν. Έχω επίγνωση πως οι δρόμοι που διαβήκαμε, τα βιβλία που γράψαμε, οι διδασκαλίες που ακολουθήσαμε, οι γλώσσες που μάθαμε, οι φιλίες με τις οποίες δεθήκαμε και οι έρωτες που πλέξαμε, δεν είναι ακόμη παρά μόνο προσχέδια της ζωής. Απομένει να τα καθαρογράψουμε. Θα τα καταφέρω άραγε; Μου έδειξες ένα δρόμο, που στο τέρμα του, σαν παιχνιδιάρα και πολύχρωμη πεταλούδα, ανεμίζει η υπόσχεση μιας ψυχής. Αυτό το δρόμο τον ακολούθησα εν μέρει. Μόνο εν μέρει, διότι ομολογώ ότι για ένα μεγάλο διάστημα γευόμουν ( κι εξακολουθώ και σήμερα να γεύομαι) τις τέρψεις της παροδικότητας Διατηρώντας φυσικά τη νοσταλγία ατών των λίγων και τόσο σπάνιων στιγμών, όπου αναδύθηκαν ξαφνικά η αφύπνιση και η συνειδητότητα, για να εξατμιστούν αμέσως μετά. Τη νοσταλγία των στιγμών όπου, όπως στην Επίδαυρο όταν έπαιζα τους Πέρσες, ενώνεται κανείς τόσο έντονα με τον εαυτό του, ώστε να αποτελεί πια ένα με τους άλλους. Έχω και χίλια δυο άλλα πράγματα να σου γράψω, όπως και πολλά ερωτήματα να σου θέσω, κυρίως σχετικά με την Παράδοση, αυτή την «αρχέγονη Παράδοση», που την επικαλούνται τόσοι πολλοί οπαδοί του εσωτερισμού και η οποία μου φαίνεται όλο και πιο συζητήσιμη, για να μην πω αμφισβητήσιμη. Θα τα αφήσουμε όμως για κάποια άλλη στάση του δρόμου. Όπως γνωρίζεις, δεν είμαι παρά ένας αρχάριος στο επάγγελμα του ανθρώπου, αλλά ο όρος «αρχάριος» δεν έχει για μένα τίποτε το αρνητικό. Είναι μια πηγή και ταυτόχρονα μία υπόσχεση. Ξαναπαίρνω λοιπόν το δρόμο μου, γνωρίζοντας ότι ήδη από σήμερα το βράδυ θα φορτωθώ και θα απολαύσω αρνητικές συγκινήσεις και συναισθήματα: την μυρωδιά του ανέμου, τις φωνές των παιδιών που παίζουν κρυφτό, το περίγραμμα μιας κατεργάρικης γάτας στον πάγκο, τη σιωπή ενός παλαιού καφενείου, όπου κοιμάται και ονειρεύεται ο ίδιος ο Χρόνος. Τις αγαπώ αυτές τις ώρες και τις διεκδικώ. Υπήρξαν, για χρόνια ολόκληρα, το μοναδικό μου ελιξίριο. Είναι αυτές που μέρα με την μέρα, τη μια εποχή μετά την άλλη, οικοδόμησαν μέσα μου αυτό τα ο κομμάτι που ίσως τελικά θα ξεφύγει από τον χρόνο. Ναι, έχω ριζώσει εκούσια μέσα στο εφήμερο (που άλλοι το λένε παροδικότητα), μια και αυτό αποτελεί για μένα έναν τρόπο να είμαι πιστός στον χρόνο. Για άλλη μια φορά, η θέση μου σαν αρχάριου στο επάγγελμα του ανθρώπου (θυμούμαι ότι σαν φοιτητής είχα τυπώσει επισκεπτήρια με το όνομα μου, που ανέγραφαν σαν μοναδικό επάγγελμα: homo sapiens,και ότι στη συνέχεια αφαίρεσα το sapiens, επειδή θεώρησα αυτό το επίθετο υπερβολικό ή τουλάχιστον πρόωρο), αυτή λοιπόν η θέση μου θα σε βοηθήσει να καταλάβεις πως η προσπάθεια που απαίτησε από εμένα αυτό το γράμμα, εξάντλησε μέσα μου όλο το περιεχόμενο σε «μπομπινοκάντελμαρς»3 του κέντρου της σκέψης μου. Απόψε, στο επόμενο καραβάν σεράϊ, μέσα στην οχλοβοή των συζητήσεων, τον καπνό των καπνιστών κα την ιδρωτίλα των αλόγων, θα σηκώσω το ποτήρι μου εις υγείαν της Αγαθότητας σου ή, όπως λένε οι Έλληνες ορθόδοξοι, της Μακαριότητας σου, μη λησμονώντας πως για πολύ καιρό, το αγαπημένο μου ρητό ήταν-κι εξακολουθεί να είναι-κάτι που είπε ένας άνθρωπος σήμερα ξεχασμένος, ονόματι Francis Jourdain : « Η ασέβεια είναι η αρχή της σοφίας». Αξιομνημόνευτη φράση, αν έχει πράγματι ειπωθεί, που μου επιτρέπει σήμερα να κλείσω αυτό το γράμμα διαβεβαιώνοντας σε ότι εξακολουθώ να παραμένω, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η πιστή σου και αφοσιωμένη «Σκατοσύνη».

1. Κομπολόι, στην κυριολεξία σημαίνει κόμπος των λέξεων. Χρησιμοιείται στην Ελλάδα για τις προσευχές, καθώς και για την τέρψη των δαχτύλων. 2. Marie d’Egypte (J.C. Lattes, 1983) 3. Πρόκειται για νεολογισμό που εφεύρε ο Γκουρτζίεφ στις «Ιστορίες του Βεελζεβούλ στον εγγονό του» για να ορίσει την πηγή των συνειρμών και των συναισθημάτων μάσα στον εγκέφαλο

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 21 Ιουνίου 2016 21:51

Για συμμετοχή στις ομάδες εργασίας ή άλλες απορείες σχετικά με την λειτουργία μας, επικοινωνήστε με τον διαχειριστή της ομάδας του facebook "ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ ΑΝΑΖΗΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ.
Δημήτρη Λεοντσίνη


Αν δεν είστε μέλος σας προτείνουμε να γίνετε.


find us on facebook

Τι είναι το "Ινστιτούτο Γκούρτζιεφ Ελλάδος"

Το Ινστιτούτο Γκουρτζιεφ Ελλάδος προσπαθεί να συνεχίσει την  "Εργασία στον Εαυτό", όπως αυτή μεταδίδεται από τους αμέσους μαθητές του Γεωργίου Γκούρτζιεφ...

περισσότερα...